- ἑτερογενῶν
- ἑτερογενέωdiffer in kindpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἑτερογενήςof different kindsmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
Γκιμπς, Τζοσάια Γουίλαρντ — (Josiah Willard Gibbs, Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1839 – 1903).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1863 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη Γερμανία. Επέστρεψε στο Νιου Χέιβεν το … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
κολλητήρι — το (Α κολλητήριον) [κολλητήρ] νεοελλ. 1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για θέρμανση ώς το σημείο τήξης τού συγκολλητικού υλικού μαλακών ετερογενών συγκολλήσεων 2. (για πρόσ.) άσεμνη επαφή, κυρίως τού κάτω μέρους τού σώματος, με άγνωστα συνήθως… … Dictionary of Greek
κολλοειδής — ές 1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης 2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής» χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10 7 και 10 3… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… … Dictionary of Greek
χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους … Dictionary of Greek